- πανόψιος
- -ον1. ο ορατός από όλους («αὐτὴ δὲ πανόψιον ἔγχος ἑλοῡσα», Ομ. Ιλ.)2. αυτός που βλέπει τα πάντα («πανόψιον ὄμμα προσώπου», Νόνν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ὄψις (πρβλ. κατ-όψιος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανόψιον — πανόψιος all seen masc/fem acc sg πανόψιος all seen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανόψια — πανόψιος all seen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek